- καλομοίρης, -α, -ικο
- καλομοίρης, -α, -ικο και καλόμοιρος, -η,-ο καλότυχος, ευτυχής: Δε θέλω να είμαι κακομοίρης, αλλά καλομοίρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακομοίρης — α, ικο (Μ κακομοίρης, α) 1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος 2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος,… … Dictionary of Greek